δαμινός

δαμινός
Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Οπλαρχηγός, πολέμησε επικεφαλής σώματος Κρητικών στην Πόλιανη, στο Άργος, στην Τρίπολη κ.α. 2. Γρηγόριος. Επικεφαλής σώματος Κρητικών πολέμησε στην Πελοπόννησο και στη Στερεά. Το 1825 πήρε μέρος στις μάχες για την κατάληψη της Γραμβούσης και διετέλεσε οπλαρχηγός της επαρχίας Αποκορώνου (1828-30).
* * *
-ή, -ό και -όν [δαμίν]
1. (για φωνή) σιγανή, ψιθυριστή («με μια φωνή έτσι δαμινή που δεν καλογροικάται»)
2. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) λίγο («... αν βοηθήσουν δαμινόν, ύστερα πνίγουσί τον»)
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.)
α) αμυδρά, ελάχιστα («δαμινά εβλέπασι»)
β) (για φωνή) σιγά, χαμηλόφωνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δαμινά — βλ. δαμινός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”